- νεηκονής
- νε-ηκονής, ές, ([etym.] ἀκόνη) = foreg., S.Aj.820.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεηκονής — νεηκονής, ές (Α) νεήκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀκόνη. Το η τού τ. (αντί ακονής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
νεηκονής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεηκονῆ — νεηκονής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεηκονής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεηκονής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεηκονές — νεηκονής masc/fem voc sg νεηκονής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek